ἀναρριπίζει

ἀναρριπίζει
ἀναρριπίζω
rekindle
pres ind mp 2nd sg
ἀναρριπίζω
rekindle
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυσερό — το, Ν φυσητήρας, όργανο με το οποίο φυσιέται αέρας για να αναρριπίζει τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα ή φυσῶ + κατάλ. ερό (πρβλ. λαδ ερό, τσαγ ερό)] …   Dictionary of Greek

  • αναρρίπιση — η το να αναρριπίζει κανείς κάτι (βλ. αναρριπίζω) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”